Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκελισμός — snare masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκελισμός — ὁ, ΜΑ [σκελίζω] 1. υποσκελισμός, πεδίκλωμα 2. ενέδρα, δόλος 3. επιβουλή … Dictionary of Greek